- περιγράφω
- ΝΜΑμτφ. αναπαριστώ με λεπτομέρειες κάτι με τη βοήθεια τού γραπτού ή προφορικού λόγουνεοελλ.-αρχ.1. σχεδιάζω κλειστή γραμμή γύρω από κάτι, περιβάλλω κάτι με γραμμή, σημειώνω ολόγυρα2. (γεωμ.) περικλείω σχήμα μέσα σε άλλο («περιγράφω τετράγωνο σε κύκλο»)μσν.(νομ.) αφαιρώ κάτι με απάτη, παραβιάζωμσν.-αρχ.βάζω τέρμα σε κάτι, τελειώνωαρχ.1. σχεδιάζω κύκλο2. ορίζω σαφώς, καθορίζω, προσδιορίζω3. περιορίζω4. σχεδιάζω το περίγραμμα ενός πράγματος, ιχνογραφώ, σκιαγραφώ5. κλείνω κάτι μέσα σε αγκύλες6. αφαιρώ, διαγράφω, εξαλείφω («περιεγράψατέ με ἐκ τῆς πολιτείας» — μέ αποκλείσατε από τα πολιτικά μου δικαιώματα, Αισχίν.)7. απορρίπτω, αποβάλλω κάτι επειδή δεν είναι γνήσιο8. αφαιρώ κάτι από ένα κείμενο9. (σχετικά με ασθένεια) θεραπεύω10. μέσ. περιγράφομαιτελειώνω11. παθ. α) (ρητ.) περιορίζομαι («αἱ ἔννοιαι... ἐφ' ἑαυτῶν περιγραφόμενοι» — οι έννοιες που αυτοπεριορίζονται, Ερμογ.)β) (για τόπο) ορίζομαι, έχω όρια, έχω σύνορα.
Dictionary of Greek. 2013.